Πριν μερικά χρόνια, ο πρύτανης και καθηγητής του ΚΠΑ, Πελεγρίνης, διατύπωσε το ερώτημα: «τι θα γινόταν αν απεργούσαν οι φιλόσοφοι;». Ένα ερώτημα, που η απάντηση του, προκαλούσε αμηχανία και τον έκανε, μελαγχολικό. Είναι γεγονός, ότι αν απεργούσαν οι γιατροί, οι άνθρωποι που χρειάζονταν την φροντίδα τους θα πέθαιναν ή θα υπέφεραν από τους πόνους ή αν απεργούσαν οι εργάτες αποκομιδής απορριμμάτων θα βουλιάζαμε στα σκουπίδια. Ακόμα κι αν απεργούσαν οι μάγειρες, η γεύση μας θα ήταν φτωχότερη. Αν απεργούσαν οι φιλόσοφοι όμως, τι θα γινόταν; Τίποτα. Δεν θα γινόταν απολύτως τίποτα. Δεν θ’ άλλαζε κάτι για να υποδηλώσει την αποχή από το έργο τους. Εδώ κάποιος θα μπορούσε να συμπεράνει την αχρηστία των φιλοσόφων και του έργου τους και η υπόθεση να κλείσει οριστικά. Όμως ας δούμε πως αλλιώς μπορεί να είναι τα πράγματα.
Οι ορισμοί για την φιλοσοφία, πρακτικά είναι άπειροι, σχεδόν ο κάθε φιλόσοφος, διαφοροποιούσε τον ορισμό ή τον επαναπροσδιόριζε με νέα κριτήρια. Σε κάθε περίπτωση, η αρχή είναι απλή ή σχετικά απλή. Ο φίλος της σοφίας, και εδώ προκύπτουν τα πρώτα ερωτήματα. Ποιός είναι ο φίλος και τι είναι η σοφία. Η σοφία είναι η δυνατότητα να συνδυάζεται η αποκτηθείσα γνώση με την εμπειρία και την δυνατότητα κατανόησης. Είναι η φρόνιμη και λογική εφαρμογή της γνώσης. Επίσης, μπορεί να ειπωθεί ότι η σοφία είναι η σφαιρική κρίση και αντίληψη καταστάσεων και γεγονότων. Η σοφία σημαίνει πέρα από την επιδεξιότητα του πνεύματος (γνώση, εμπειρία) και την σωματική επιδεξιότητα δείχνοντας πως με τον όρο σοφία περιλαμβανόταν εξίσου το πνεύμα του ανθρώπου και το σώμα. Η λέξη φίλος προέρχεται από το ρήμα φιλώ, που είναι η κατεξοχήν λέξη που σήμαινε «αγαπώ» στην αρχαία ήδη από τον Όμηρο εποχή και που εξελίχθηκε στη σημερινή σημασία «ασπάζομαι, δίνω φιλί». Συνεπάγεται λοιπόν ότι ο φιλόσοφος και η φιλοσοφία, έχουν ήδη τοποθετηθεί απέναντι στα ζητήματα, που χαρακτηρίζεται από τη γνώση και την αγάπη για την γνώση. Αν τώρα ανακύπτει το ερώτημα του επηρεασμού της γνώσης εξαιτίας της αγάπης ή του κατά πόσον είναι εφικτή η γνώση μέσω μιας αναζήτησης ήδη στοχευμένης, αυτό καταδεικνύει ότι ο ορισμός της Φιλοσοφίας, είναι από μόνος του ένα φιλοσοφικό ερώτημα.
Οι φιλόσοφοι, σύμφωνα με το περιεχόμενο που αντιστοιχούν στη φιλοσοφία, δημιουργούν και το ανάλογο φιλοσοφικό ρεύμα. Επειδή μάλιστα η γέννηση της φιλοσοφικής σκέψης συνοδεύτηκε με ερωτήματα για την σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο και την θέση του σ' αυτόν, πρώτα κυριάρχησε το γνωσιολογικό περιεχόμενο. H Γνωσιολογία είναι κλάδος της φιλοσοφίας που μελετάει την ουσία, τις μορφές, τις πηγές, τις δυνατότητες, την αξία και τα όρια της αληθινής γνώσης του εξωτερικού κόσμου και του Εγώ. Αποσπάστηκε ως αυτοτελής επιστήμη στα μέσα του 19ου αιώνα, αποσπώντας από τη μεταφυσική το γνωσιολογικό πρόβλημα. Με τον όρο γνωσιολογία εννοούμαι τον κλάδο της επιστημολογίας που ασχολείται πιο συγκεκριμένα με το ερώτημα ποια είναι η πηγή εγκυρότητας της γνώσης, ενώ η επιστημολογία γενικότερα ασχολείται με το σύνολο των φιλοσοφικών προβλημάτων σχετικά με τη γνώση. Στο πλαίσιο της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, η γνωσιολογία θεωρείται ότι είναι ευρύτερος κλάδος σε σχέση με την επιστημολογία και ότι η τελευταία ασχολείται με μια κλάση μόνο γνώσεων, τις επιστημονικές γνώσεις, δηλαδή τις γνώσεις που μπορεί να έχει ο άνθρωπος με επαρκή, για τα μέτρα της επιστήμης, βεβαιότητα και εγκυρότητα.
Ο καλύτερος τρόπος να πλησιάσει κανείς τη φιλοσοφία είναι να κάνει φιλοσοφικές ερωτήσεις: Πως δημιουργήθηκε ο κόσμος; Πίσω απ’ όσα συμβαίνουν, κρύβεται μια βούληση ή ένα νόημα; Υπάρχει ζωή μετά το θάνατο; Πως θα δώσουμε απάντηση σε τέτοια ερωτήματα; Και πάνω απ’ όλα: Πώς πρέπει να ζούμε; Τέτοιες ερωτήσεις απασχόλησαν τους ανθρώπους όλων των εποχών. Δε γνωρίζουμε ούτε έναν πολιτισμό, που δεν αναρωτήθηκε τι είναι ο άνθρωπος και πως έχει δημιουργηθεί ο κόσμος. Στην πραγματικότητα, δεν μπορούμε να κάνουμε όσες φιλοσοφικές ερωτήσεις θέλουμε. Γιατί οι φιλοσοφικές απαντήσεις δεν είναι πολλές. Ήδη έχουμε αναφέρει τις σπουδαιότερες. Η ιστορία, όμως. μας δείχνει πως υπάρχουν πολλές και διάφορες απαντήσεις για την καθεμιά από τις ερωτήσεις που κάναμε. Είναι, λοιπόν, εύκολο να κάνουμε φιλοσοφικές ερωτήσεις. Το δύσκολο είναι να βρούμε ύστερα μια απάντηση. Ακόμα και σήμερα, πρέπει ο καθένας μας να βρει τις δικές του απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα. Δεν μπορούμε ν’ ανοίξουμε την εγκυκλοπαίδεια και να πληροφορηθούμε αν υπάρχει ή όχι Θεός, αν υπάρχει ή όχι ζωή μετά το θάνατο. Η εγκυκλοπαίδεια δεν μπορεί να μας πει ούτε το πώς πρέπει να ζούμε.
Διαβάζοντας, όμως, αυτό που σκέφτηκαν άλλοι άνθρωποι πριν από μας, βρίσκουμε πιο εύκολα το δρόμο μας, όταν προσπαθούμε να φτιάξουμε τη δική μας εικόνα για τη ζωή και για τον κόσμο. Το κυνήγι της αλήθειας, στο οποίο έχουν ριχτεί οι φιλόσοφοι, μοιάζει λίγο με αστυνομική περιπέτεια. Μερικοί νομίζουν ότι ο δολοφόνος είναι ο Α, άλλοι πιστεύουν ότι είναι ο Β ή ο Γ. Στις αληθινές αστυνομικές ιστορίες, η αστυνομία μπορεί ξαφνικά να βρει το δολοφόνο. Μπορεί, όμως, και να μην καταφέρει ποτέ να ρίξει φως στην υπόθεση. Παρ’ όλα αυτά, το αίνιγμα έχει ακόμα και τότε μια λύση. Ακόμα κι όταν δυσκολευόμαστε, λοιπόν, ν’ απαντήσουμε, ακόμα και τότε μπορούμε να φανταστούμε ότι υπάρχει απάντηση, κι ότι η σωστή απάντηση είναι μία. Ή υπάρχει κάποια μορφή ζωής μετά το θάνατο… ή δεν υπάρχει. Πολλά παλιά αινίγματα τα έλυσε στο μεταξύ η επιστήμη. Κάποτε κανείς δεν ήξερε πώς ήταν φτιαγμένη η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού. Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα δεν μπορούσε να βρεθεί με συζητήσεις. Ο καθένας, λοιπόν, έλυνε το αίνιγμα με τη βοήθεια της φαντασίας του και μόνο. Σήμερα, όμως, ξέρουμε πολύ καλά πώς είναι η πίσω πλευρά του φεγγαριού. Δεν μπορούμε πια να «πιστέψουμε» ότι εκεί κατοικεί κάποιος αλλόκοτος ανθρωπάκος ή πως το φεγγάρι είναι καμωμένο από τυρί.
Ένας από τους αρχαίους Έλληνες φιλόσοφους, που έζησαν πριν από δύο χιλιάδες χρόνια και παραπάνω, πίστευε ότι η φιλοσοφία γεννήθηκε από την απορία και το θαυμασμό του ανθρώπου. Ο άνθρωπος θαυμάζει κι απορεί τόσο πολύ που ζει, ώστε οι φιλοσοφικές ερωτήσεις γεννιούνται από μόνες τους στο μυαλό του. Σκέψου τι γίνεται, όταν παρακολουθούμε κάποιο ταχυδακτυλουργό: Δεν μπορούμε να καταλάβουμε πώς γίνεται αυτό που βλέπουμε, δεν μπορούμε να καταλάβουμε πώς είναι δυνατό. Κι ύστερα αναρωτιόμαστε: Πώς μπόρεσε ο ταχυδακτυλουργός να μεταμορφώσει δυο μεταξωτά μαντίλια σ’ ένα ζωντανό λαγουδάκι; Πολλοί άνθρωποι απορούν με τον κόσμο, όπως απορούν και με το λαγουδάκι που• ο ταχυδακτυλουργός τραβάει μέσα από ένα άδειο ημίψηλο. Όσον αφορά στο λαγουδάκι, ξέρουμε όλοι πως ο ταχυδακτυλουργός έχει καταφέρει να μας ξεγελάσει μπροστά στα μάτια μας. Όταν, όμως, μιλάμε για τον κόσμο, τότε τα πράγματα αλλάζουν. Ξέρουμε ότι ο κόσμος δεν είναι ψεύτικος, ξέρουμε ότι δε μας γελούν τα μάτια μας. Περπατάμε πάνω στη γη, είμαστε κι εμείς ένα κομμάτι αυτού του κόσμου. Αν το καλοσκεφτείς, εμείς είμαστε το άσπρο λαγουδάκι, που βγαίνει μέσα από το άδειο ημίψηλο. Η διαφορά ανάμεσα σε μας και στο μικρό άσπρο λαγουδάκι του ταχυδακτυλουργού είναι πως αυτό δεν ξέρει ότι παίρνει μέρος σε κάποιο μαγικό κόλπο. Μ’ εμάς είναι αλλιώς. Εμείς πιστεύουμε ότι συμμετέχουμε σε κάτι μυστηριώδες και πολύ θα θέλαμε να ξεκαθαρίσουμε στο μυαλό μας πώς και γιατί.