Πρέπει να ξαναεπινοήσουμε τον έρωτα, αυτό το ξέρουμε.
Αρτύρ Ρεμπώ, Μια εποχή στην κόλαση
Τι είναι ο έρωτας; Τι είναι αυτό που διακυβεύεται σε μια ερωτική συνάντηση; Γιατί ο έρωτας έχει ανάγκη από «τεχνική υποστήριξη»; Υπάρχει αυθεντικός, καθαρός έρωτας χωρίς τεχνικά βοηθήματα, όπως λέξεις, λόγια, ερωτικές τακτικές, πρακτικές, μεθόδους, «εργαλεία» παντός είδους, «παιχνιδάκια», σκηνοθεσίες ;
Θεατρικός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος, μαθηματικός, πολιτικός αγωνιστής, ο Alain Badiou είναι μια από τις κορυφαίες μορφές της σύγχρονης φιλοσοφίας. Τα δύο μνημειώδη έργα του Είναι και συμβάν και Λογικές των κόσμων αποτελούν σταθμούς στη σύγχρονη σκέψη. Έχουν καταγραφεί πλέον ως το μείζον εγχείρημα συνολικού επαναπροσδιορισμού της φιλοσοφίας αυτής καθαυτής όσο και των σχέσεών της με την Επιστήμη, την Πολιτική, την Τέχνη και τον Έρωτα ως πεδία παραγωγής αληθειών και ως «γενολογικές διαδικασίες». Η απήχηση του έργου του είναι τεράστια τόσο στην Ευρώπη όσο και στα αμερικανικά πανεπιστήμια και στα πολιτικά κινήματα της Λατινικής Αμερικής. Είναι καθηγητής στην Ecole Normale Supérieure και ιδρυτής του CIEPFC (Διεθνούς Κέντρου Μελετών της Σύγχρονης Γαλλικής Φιλοσοφίας).
Για τον Αλαίν Μπαντιού η ύπαρξη της φιλοσοφίας προσδιορίζεται από τέσσερις όρους, τέσσερις διαδικασίες αλήθειας, και αυτές είναι: η επιστήμη (και πιο συγκεκριμένα το μάθημα), η τέχνη (και πιο συγκεκριμένα το ποίημα), η πολιτική (και πιο συγκεκριμένα η πολιτική στην υποκειμενική της διάσταση ή πολιτική χειραφέτησης) και ο έρωτας (και πιο συγκεκριμένα η διαδικασία που εισάγει στη διάσταση της αλήθειας τη διάζευξη των έμφυλων θέσεων).
Σε τι συνίσταται, λοιπόν, το συμβάν του έρωτα; Σ' αυτό το ερώτημα ο Αλαίν Μπαντιού δίνει μια πρωτόγνωρη απάντηση, σε ένα βιβλίο-συζήτηση: Εγκώμιο για τον Έρωτα, Βασιζόμενος στο δίπολο φιλοσοφία – ψυχανάλυση, ανασκευάζει όλες τις καθιερωμένες απαντήσεις: τη ρομαντική μυθολογία του έρωτα ως εκστατικής συνένωσης των ερωτευμένων, τη θεολογική σύλληψη του έρωτα ως εμπειρίας της ετερότητας, τη μοραλιστική προσέγγιση του έρωτα ως εργαλειοποιημένης αυταπάτης στην υπηρεσία της σεξουαλικότητας και, τέλος, τον μεταμοντέρνο εκφυλισμό του σε συμβόλαιο και εφήμερη περιπέτεια.
O Μπαντιού προχωρά σε ένα στοχασμό πάνω στον έρωτα ως διαδικασία διακινδύνευσης, πολύ διαφορετική από τον έρωτα μηδενικού ρίσκου που διαφημίζει η εποχή του καταναλωτισμού και των διαδικτυακών γνωριμιών, και διαγιγνώσκει την ανάγκη να επανεπινοήσουμε τον έρωτα με βασικά στοιχεία του το ρίσκο και την περιπέτεια, ενάντια στην ασφάλεια του ασφαλιστικού συμβολαίου και την άνεση των περιορισμένων απολαύσεων.
Ο έρωτας απειλείται, υποστηρίζει ο γάλλος φιλόσοφος, από μια φιλελεύθερη λογική της εμπορευματοποίησης και του μηδενικού ρίσκου, από μια λογική που θεωρεί ως κινητήρια δύναμη της ζωής το ατομικό συμφέρον. Για τον Μπαντιού, ο έρωτας είναι μια κατασκευή αλήθειας, της αλήθειας του Δύο, μιας κατασκευής του κόσμου βασισμένης όχι στην ταυτότητα αλλά στη διαφορά. Η συνάντηση, τυχαίο και συγκυριακό γεγονός με μαγική διάσταση, αποτελεί συμβάν που όμως καλεί τους εραστές να εργαστούν πάνω στη διάρκεια. Και διευκρινίζει: «ως “διάρκεια” δεν εννοούμε κατά κύριο λόγο ότι ο έρωτας πρέπει να διαρκέσει, να είμαστε ερωτευμένοι πάντα, ή για πάντα. Πρέπει να αντιληφθούμε πως ο έρωτας επινοεί έναν διαφορετικό τρόπο διάρκειας μέσα στη ζωή. Ότι, στη δοκιμασία του έρωτα, η ύπαρξη του καθενός έρχεται αντιμέτωπη με μια νέα χρονικότητα». Όπως το ποίημα, είναι για τον Μαλλαρμέ μια λέξη προς λέξη νίκη επί του τυχαίου, έτσι και η κατασκευή του έρωτα επιχειρεί σημείο προς σημείο να κατασκευάσει από την τυχαιότητα της συνάντησης τη διάρκεια, να εγγράψει την αιωνιότητα στο χρόνο.
Ο έρωτας ως συμβάν και διαδικασία αλήθειας συνιστά κάτι που υπερβαίνει τη μαγεία της συνάντησης, χωρίς ωστόσο να την υποτιμά. Δεν ταυτίζεται με τη στρατηγική σαγήνης του Δον Ζουάν, απαιτεί δέσμευση, καθημερινή δουλειά και πίστη για να μετατρέψει το τυχαίο, τη συμπτωματική συνάντηση σε πεπρωμένο. Δεν είναι μια ψευδαίσθηση που συγκαλύπτει την επιθυμία αναπαραγωγής, ούτε μια διαδικασία αυτογνωσίας μέσω της απόλαυσης και διά του άλλου. Και δεν είναι πάντα μια διαδικασία ειρηνική. Έχει βίαιες συγκρούσεις, αληθινά βάσανα, περιορισμούς, χωρισμούς, δράματα, φόνους ή αυτοκτονίες. Εκεί ίσως πατά και η προπαγάνδα ενός έρωτα ασφαλούς, χωρίς ρίσκο. Όμως η αλήθεια δεν μπορεί να κατασκευαστεί στην ασφάλεια ενός συμβολαίου.
Αναδεικνύει ότι ο έρωτας έχει δομή συμβάντος και αποτελεί υπέρβαση του χάσματος των δύο φύλων, η οποία ωστόσο δεν αίρει την ασυμμετρία των έμφυλων υποκειμενικών στάσεων. Τον διαφοροποιεί από την επιθυμία και την απόλαυση και χαρτογραφεί τη σχέση του με τη φιλοσοφία και την πολιτική.
«Η παραδεδομένη αντίληψη σήμερα είναι πως ο καθένας κυνηγάει μόνο το συμφέρον του. Ο έρωτας είναι όμως η απόδειξη του αντιθέτου, καθώς πρόκειται για την εμπιστοσύνη στο τυχαίο και το άγνωστο...».
Μία τέτοια κριτική ανάγνωση του βιβλίου επιχειρεί ο επίκουρος καθηγητής φιλοσοφίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Διονύσης Καββαθάς, σε άρθρο του στην εφημερίδα Το Βήμα, με τίτλο: «Η τεχνολογία του έρωτα». Γράφει :
Τι είναι o έρωτας ώστε από τη φύση του να έχει ανάγκη τη συνεχή τεχνική υποστήριξη από ποιήματα, φιλοσοφικά πονήματα, εικόνες, τραγούδια, κινηματογραφικά έργα, σιωπές και ατελείωτες συζητήσεις στο τηλέφωνο ή στο διαδίκτυο, ενίοτε μέχρι τελικής πτώσης; Πτώσης όχι μόνο στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή αλλά και στο τραπέζι του χειρουργού ακόμη; Έλλειψη ή πληθώρα ;
Τι σημαίνει η πληθωριστική παρουσία όλων αυτών των λόγων και πρακτικών που πλαισιώνουν την εμφάνιση του έρωτα; Η απάντηση είναι απλή και δεν χρειάζεται να είναι κανείς οικονομολόγος για να καταλάβει ότι ο πληθωρισμός είναι σημάδι μιας έλλειψης. ο έρωτας, γιος –ας μην το ξεχνάμε– του Πόρου και της Πενίας, χρειάζεται τον συνεχή σχολιασμό, την επιβεβαίωση, την αδιάλειπτη φροντίδα, ακόμη και την επινόησή του ή τη σκηνοθεσία του, διότι είναι σπάνιος και εύθραυστος. Ήδη το 1881 ο Νίτσε αποφαινόταν: «Για τον έρωτα οι άνθρωποι έχουν μιλήσει συνολικά με τόση έμφαση και με τέτοια διάθεση θεοποίησης, επειδή ποτέ δεν τον είχαν όσο ήθελαν και δεν τους επετράπη να χορτάσουν μ' αυτή την τροφή». Σε αυτόν τον φαύλο κύκλο της έλλειψης και της πληθώρας ο Μπαντιού προσθέτει και προσυπογράφει τον λακανικό ορισμό: ο έρωτας είναι αυτό που αναπληρώνει την ανυπαρξία διάφυλης σχέσης, η οποία συνίσταται στο γεγονός ότι το καθένα φύλο απολαμβάνει με τον δικό του, αυτιστικό τρόπο.
Σύμφωνα με τον Αλαίν Μπαντιού, ο έρωτας, μολονότι γιος και του Πόρου, «δεν πορεύεται ανεμπόδιστα» και απειλείται από τουλάχιστον δύο κινδύνους: από «μια ελεγχόμενη συζυγικότητα που θα συνεχιστεί μέσα στη γαλήνη της κατανάλωσης» και από «την άνεση των οριοθετημένων απολαύσεων», χωρίς το ρίσκο του «πάθους».
Στο επίμετρό του ο Δ. Βεργέτης κάνει λόγο με το ασίγαστο χιούμορ του για τον «έρωτα με νομικό προφυλακτικό» ή τον «ντεκαφεϊνέ έρωτα».
O προσεκτικός αναγνώστης θα διαπιστώσει τον εννοιολογικό μόχθο που καταβάλλει ο Γάλλος φιλόσοφος, για να διακρίνει τον αυθεντικό έρωτα από άλλα, αναυθεντικά φαινόμενα, που τον «παραμορφώνουν» και τον μπλοκάρουν, όπως το σεξ, η επιθυμία, ο εγωισμός, η απόλαυση, ο σαδισμός, ο μαζοχισμός, ο φετιχισμός, η ζήλεια κ.λπ., σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τον Μπαρτ που, στα Απόσπασματα του ερωτικού λόγου (1977), αναδεικνύει την αξεδιάλυτη μείξη τους, χωρίς «αλλά» και «ωστόσο». Η ρητορική κατασκευή των επιχειρημάτων του Μπαντιού είναι ενδεικτική αυτής της τάσης:
«Ενώ η επιθυμία απευθύνεται στον άλλο με έναν τρόπο πάντοτε λίγο φετιχιστικό, σε επιλεγμένα αντικείμενα όπως τα στήθη, οι γλουτοί, το πέος..., ο έρωτας απευθύνεται στο ίδιο το είναι του άλλου [...], στην ολότητα του είναι του άλλου». «Στο σεξ [....] ο άλλος σάς χρησιμεύει για να ανακαλύψετε το πραγματικό της απόλαυσης. Στον έρωτα, αντίθετα, η μεσολάβηση του άλλου έχει προσίδια αξία».
Αυτή η ρητορική της αυθεντικότητας έρχεται σε αντιδιαστολή με άλλες «κατασκευές του έρωτα», όπως του Ντερριντά ή του Αγκάμπεν, οι οποίοι, εκκινώντας από τις αναλύσεις του Χάιντεγγερ, καταφάσκουν τη διάχυση της ύπαρξης σε μορφές και διαβαθμίσεις της σεξουαλικότητας που χαρακτηρίζονται από την ουδετερότητα του φύλου και κινούνται πέραν της μπαντιουζικής πρωταρχικής «σκηνής του Δύο».
Και αυτό γιατί ο έρωτας δεν έχει ιδιάζοντα χαρακτηριστικά, είναι ένα ον χωρίς ιδιότητες («τρανς-σέξουαλ» κατά Βεργέτη), πάντα αυθεντικά αναυθευντικός ή αναυθεντικά αυθεντικός. Ποιος μπορεί να διακρίνει με απόλυτη σαφήνεια ότι το «σ' αγαπώ» είναι γνήσιο και όχι εγωιστικό; Ότι ο έρωτας δεν είναι μια εκλεπτυσμένη μορφή της ιδιοτέλειας; Να γιατί ο Μπαρτ θεωρεί το «σ' αγαπώ» μια «λέξη-μπαλαντέρ». Τι απομένει από τον έρωτα αν αφαιρέσουμε όλα τα «συμπτώματά» του;
Μένει, μας λέει ο Μπαντιού, η άθεη πλατωνική, αρχετυπική ιδέα του έρωτα, κυρίως όμως μένει το έργο της «επινόησής του από την αρχή», σύμφωνα με το αίτημα του Ρεμπώ και μοτίβο του βιβλίου. Βέβαια, μπορεί ο Μπαντιού να παραδέχεται ότι ο έρωτας είναι υποχρεωμένος να περάσει μέσα από τη στενωπό της σεξουαλικής επιθυμίας και απόλαυσης, του ναρκισσισμού, του φετιχισμού κ.λπ., αλλά το κάνει για να «φτάσει» στον οντολογικό παράδεισο, την ουσία του ερωτικού φαινομένου: στη θεραπεία της διάφυλης διαφοράς, στην κατασκευή ενός καθεστώτος αληθείας «με βάση τη διαφορά και όχι την ταυτότητα».
Ο Μπαντιού δεν ενδιαφέρεται μόνο για το «θαύμα της συνάντησης». Το βασικό του ερώτημα είναι επιτακτικό: πόσο «πιστοί» μένουμε στο συμβάν του έρωτα;
Μπορεί ο έρωτας να ξεκινά ως ένα τυχαίο συμβάν, όμως το ζητούμενο είναι η αποδοχή και η ανάληψη όλων των συνεπειών ενός τέτοιου συμβάντος και η «παγίωσή του στο κατάστιχο της αιωνιότητας». «Διάρκεια», «αιωνιότητα», «αλήθεια», «καθολικότητα» αποτελούν βασικές έννοιες του Μπαντιού στο Εγκώμιο για τον έρωτα. Έχοντας κατά νου αυτήν τη συνεχή μετατροπή κάθε μοναδικού πράγματος σε καθολικότητα, ένας κριτικός του Μπαντιού δεν δίστασε να τον αποκαλέσει «μάτσο της υπερβατολογικής φιλοσοφίας», καταλογίζοντάς του ότι η «αρρενωπή οντολογία» του αφενός αποσπά το συμβάν (απόλαυση) από το είναι (επιθυμία) και αφετέρου προσκολλάται στα κανονιστικά σημαίνοντα «άνδρας» και «γυναίκα», αντί να στοχάζεται τις δυνατότητες πολλαπλών ενδοδιαφοροποιήσεων και μείξεων του φύλου, που δεν ανάγονται στη «σκηνή του Δύο» και δεν κωδικοποιούνται μέσω αυτής.
Ως διαδικασία αλήθειας ο έρωτας βρίσκεται κοντά στην πολιτική, στην τέχνη και στην επιστήμη. «Η ερωτική ευτυχία», λέει ο Μπαντιού, «είναι η απόδειξη πως ο χρόνος μπορεί να φιλοξενήσει την αιωνιότητα. Μια τέτοια απόδειξη είναι ο πολιτικός ενθουσιασμός όταν συμμετέχουμε σε μια επαναστατική δράση, η απόλαυση που προσφέρουν τα έργα τέχνης και η σχεδόν υπερφυσική χαρά που νιώθουμε όταν καταλαβαίνουμε επιτέλους, σε βάθος, μια επιστημονική θεωρία». Και στον έρωτα και στην πολιτική έχουμε επίσης συμβάντα, διακηρύξεις, πίστη. Αν ο έρωτας είναι η κατασκευή του Δύο, «η πολιτική δράση καθιστά αλήθεια αυτό για το οποίο είναι ικανό το συλλογικό. Παραδείγματος χάρη είναι ικανό για ισότητα; Είναι ικανό να ενσωματώσει το ετερογενές; Να σκεφτεί πως δεν υπάρχει ένας μόνο κόσμος;» Ό,τι είναι για την πολιτική η εξουσία, το Κράτος, είναι για τον έρωτα η οικογένεια, η ίδια ένταση, η ίδια απειλή διάψευσης της ελπίδας.
Όμως στην πολιτική υπάρχουν εχθροί, ενώ στον έρωτα δράματα. Το πρόβλημα στην πολιτική είναι ο έλεγχος του μίσους και όχι της αγάπης. Λέει ο Μπαντιού: «στην πολιτική, όπου υπάρχουν εχθροί, ένας από τους ρόλους της οργάνωσης, όποια κι αν είναι αυτή, είναι να ελέγξει, δηλαδή να εξαλείψει, κάθε φαινόμενο μίσους. Κάτι που δεν σημαίνει βέβαια επ’ ουδενί, “να κηρύξει την αγάπη”, αλλά –κι αυτό είναι ένα μείζον διανοητικό πρόβλημα– να ορίσει τον πολιτικό εχθρό με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια και αυστηρότητα. Και όχι, όπως συνέβαινε σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα, με τον πιο αόριστο και ευρύ τρόπο».
Στην εποχή μας που έχουμε την αίσθηση πως πολλές από τις σταθερές καταρρέουν, οι φιλόσοφοι ξαναστρέφονται στον έρωτα, στον επαναπροσδιορισμό του ως μιας ελάχιστης σταθεράς. Ο Μπαντιού το κάνει αυτό από την πλευρά της διαφοράς. Ο έρωτας είναι γι’ αυτόν μια κατασκευή με βάση τη διαφορά, εκεί που ο συντηρητισμός αναζητά την ασφάλεια της ταυτότητας, την υπεράσπιση των «δικών μας αξιών». Ο έρωτας είναι εμπιστοσύνη στη διαφορά, ενώ η αντίδραση είναι καχύποπτη απέναντί της.
Υπερασπιζόμενοι τον έρωτα έναντι της ταυτοτικής λατρείας της επανάληψης, υπερασπιζόμαστε το μοναδικό, το μη επαναλαμβανόμενο, το ξένο και το περιπλανώμενο. Μ’ αυτή την έννοια, αναγνωρίζουμε και τη δυνατότητα του συλλογικού να συμπεριλάβει ολόκληρο τον κόσμο, υπερβαίνοντας κάθε εξωπολιτική διαφορά. Και εδώ συναντά με έναν τρόπο την έννοια του κομμουνισμού. Μόνο που στον έρωτα δεν υπάρχουν εχθροί ή ο εχθρός είναι πάντα ο εαυτός μας.