Μερικές Σκέψεις για τον Υπαρξισμό και τον Σάρτρ.
Όπως ο Νίτσε, έτσι κι ο Σαρτρ, με το δικό του τρόπο σκέψης και έκφρασης, προέτρεψε τον άνθρωπο να αναζητήσει το ηθικό χρέος του πέρα από τις ηθικές αρχές που έχουν καθιερωθεί παραδοσιακά.
Αντίθετα όμως προς το Νίτσε, που πρότεινε το ασαφές πρόσωπο του υπεράνθρωπου ως πρότυπο της ηθικής συμπεριφοράς μας, ο Σαρτρ ισχυρίστηκε ότι η επιλογή του είδους των πράξεων που θεωρούμε ηθικά σωστές ανήκει στην απόλυτη δικαιοδοσία του καθενός από μας και δεν υπόκειται σε κανένα πρότυπα, δεν εντάσσεται σε κανένα πλαίσιο.
“Είμαι καταδικασμένος να είμαι ελεύθερος”.
(Je suis condamné à être libre)
από το βιβλίο το ‘Είναι και το Μηδέν’ (L‘ être et le néant)
Ουδείς και τίποτε μπορεί να υποδείξει στον καθέναν τι πρέπει να πράξει. Δεν υπάρχει καμιά συνταγή για το πώς οφείλουμε να ρυθμίσουμε τη ζωή μας. Καθένας από μας θα πρέπει να βασιστεί στο συναίσθημά του, προκειμένου να διακρίνει ποιο είναι στην εκάστοτε δεδομένη στιγμή το ηθικό χρέος του.
Υπάρχει μια ιστορία, που έζησε ο Σαρτρ, όπου φαίνεται παραστατικά πώς εννοεί αυτός τον τρόπο επιλογής των πράξεων μας.
H ιστορία του μικρού μαθητή
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, διηγείται ο Σαρτρ, ένας μαθητής του ζήτησε τη βοήθειά του για ένα σοβαρό ηθικό πρόβλημα που τον απασχολούσε.
Οι Γερμανοί είχαν εκτελέσει τον πατέρα του μαθητή του, ο οποίος έκτοτε ανέλαβε την υποχρέωση να φροντίζει τη μητέρα του, μια και δεν είχε άλλον στον κόσμο αυτή, για να τη συντηρεί.
Κάποια στιγμή δίνεται η ευκαιρία στο μαθητή του να συμμετάσχει στην Αντίσταση κατά των Γερμανών. Αυτός, πέρα από το πατριωτικό ενδιαφέρον, είχε έναν πρόσθετο, προσωπικό λόγο να θέλει να πολεμήσει εναντίον των Γερμανών, Υπερασπιζόμενος την πατρίδα του πίστευε ότι θα μπορούσε να εκδικηθεί για τον άδικο χαμό του πατέρα του. Όμως, αν έπαιρνε μια τέτοια απόφαση, η μάνα του θα έμενε εντελώς απροστάτευτη, με κίνδυνο να πεθάνει κιόλας.
Το ηθικό πρόβλημα, για το οποίο ο μαθητής ζητούσε τη βοήθεια του Σαρτρ, αποκρυσταλλωνόταν στο δίλημμα: να πάει στην Αντίσταση, εγκαταλείποντας τη μάνα του στην τύχη της, ή να μείνει κοντά στη μητέρα του, αδιαφορώντας για την πατρίδα του; Ποια από τις δύο επιλογές ήταν η σωστή, ώστε να την ακολουθήσει;
Το βέβαιο, σκέφτηκε ο Σαρτρ, είναι ότι η παραδοσιακή ηθική με τις καθιερωμένες αρχές της δε θα μπορούσε να προσφέρει καμιά βοήθεια στο μαθητή του.
Αν, ας πούμε, έκανε ό,τι υπαγορεύει η χριστιανική αρχή «αγάπα τον πλησίον σου», το δίλημμα γι’ αυτόν θα παρέμενε. Ποια από τις δύο – η μάνα του ή η πατρίδα του – ήταν ο πλησίον, ώστε να την αγαπήσει και να της προσφέρει τη βοήθειά του; Ο χριστιανισμός δε μας ορίζει ποιος μπορεί να είναι ο πλησίον. Ακόμα και τον εχθρό μας τον θεωρεί πλησίον και γι’ αυτό μας προτρέπει να τον αγαπάμε.
Την ίδια δυσκολία, σημειώνει ο Σαρτρ, θα αντιμετώπιζε στο πρόβλημά του ο μαθητής του και αν, ακολουθώντας τη μέθοδο του Κάντ, υιοθετούσε την αρχή «να μεταχειρίζεσαι τον άλλο ως σκοπό, ποτέ απλώς ως μέσο». Και στην περίπτωση αυτή, το δίλημμά του «ποια από τις δύο να επιλέξω: τη μάνα μου ή την πατρίδα μου;» θα παρέμενε.
Γιατί στην εν λόγω αρχή δε λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι μερικές φορές, στην προσπάθειά μας να μεταχειριστούμε κάποιον συνάνθρωπο μας ως σκοπό, υποχρεωνόμαστε να χρησιμοποιήσουμε κάποιον άλλο ως μέσο. Στην περίπτωσή του ακριβώς, ο μαθητής, επιλέγοντας, ας πούμε, να μείνει κοντά στη μητέρα του, θα είχε μεταχειριστεί μεν αυτή ως σκοπό, αλλά, συγχρόνως, θα είχε χρησιμοποιήσει την πατρίδα ως μέσο, και, αντιστρόφως, αν αποφάσιζε να πάει στην Αντίσταση, θα είχε μεταχειριστεί μεν την πατρίδα ως σκοπό, αλλά, συγχρόνως, θα είχε χρησιμοποιήσει τη μητέρα του ως μέσο. Η ηθική αρχή λοιπόν «να μεταχειρίζεται τον άλλο ως σκοπό, ποτέ απλώς ως μέσο» δε μας προσφέρει καμιά διέξοδο στα διλήμματά μας.
Τούτο, κατά το Σαρτρ, ισχύει για όλες ης ηθικές αρχές που έως τώρα, κατά καιρούς, έχουν καθιερωθεί στην κοινωνία μας. Γι’ αυτό η προτροπή του Σαρτρ προς το μαθητή του ήταν “εμπιστέψου το συναίσθημά σου”. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να αγνοήσει όλες τις αρχές, σύμφωνα με τις οποίες έχουμε συνηθίσει να ρυθμίζουμε τη συμπεριφορά μας, και να αποφασίσει εντελώς μόνος του για εκείνο που όφειλε να πράξει.
Ο τρόμος της ελευθερίας και η κακή πίστη
Η προτροπή αυτή του Σαρτρ, όπως ο ίδιος αναγνωρίζει, κάθε άλλο παρά ανώδυνη θα μπορούσε να θεωρηθεί για το μαθητή του. Αποδεχόμενος ο τελευταίος αυτός να αποφασίσει μόνος του για εκείνο που έπρεπε να πράξει, ήταν υποχρεωμένος συγχρόνως να αναλάβει ολόκληρη την ευθύνη για τις συνέπειες της όποιας απόφασής του.
Αν, ας πούμε, ο μαθητής αποφάσιζε να πάει στην Αντίσταση, αφήνοντας πίσω του τη μάνα του, και πέθαινε αυτή εξαιτίας της εγκατάλειψής της, εν ονόματι ποιας αρχής θα μπορούσε να δικαιολογηθεί για την πράξη του αυτή; Οι διαστάσεις της ευθύνης του μαθητή για την πράξη του, αλλά και κάθε άλλου ανθρώπου που αποφασίζει να πράξει εντελώς ελεύθερα, ανεξάρτητα από καθιερωμένες αξίες και κατεστημένες αρχές της κοινωνίας, είναι τεράστιες – τόσο μεγάλες, που αισθάνεται να καταλαμβάνεται από τον τρόμο.
Η εμπειρία του τρόμου, που προκαλεί στον άνθρωπο η απόλυτη ελευθερία του στην επιλογή των πράξεών του, τον αναγκάζει πολλές φορές να καταφεύγει σ’ αυτό που ο Σαρτρ ονομάζει κακή πίστη. Πρόκειται για τη λήψη των αποφάσεών του βάσει ενός καθιερωμένου κώδικα αξιών.
Στην κοινωνία μας υπάρχει ένα σύνολο αρχών – όπως, για παράδειγμα, η πίστη στο Θεό, ο σεβασμός στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η τήρηση των υποσχέσεών μας, η αγάπη προς τον πλησίον, η αντιμετώπιση του άλλου ως σκοπού κ.ά.- σύμφωνα προς τις οποίες καλούμαστε να ρυθμίσουμε τη συμπεριφορά μας. Αυτές οι αρχές, που τις βρίσκουμε έτοιμες στην κοινωνία χωρίς να τις έχουμε αποφασίσει οι ίδιοι, αποτελούν, κατά το Σαρτρ, ένα άλλοθι, για να μεταθέσουμε το βάρος της ευθύνης που πρέπει να αναλάβουμε, όταν, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε κάποιο ηθικό δίλημμα, είμαστε υποχρεωμένοι να πάρουμε κάποια απόφαση.
Ο μαθητής, στο παράδειγμα που είδαμε παραπάνω, αντί, ακολουθώντας την προτροπή του Σαρτρ, να αποφασίσει μόνος του, θα μπορούσε να είχε επιλέξει να ενεργήσει εν ονόματι κάποιας καθιερωμένης αρχής, της αρχής, ας πούμε, ότι πρέπει να μεταχειριζόμαστε τον άλλο ως σκοπό. Στην περίπτωση αυτή, έχοντας ενεργήσει εν ονόματι της αρχής αυτής, αν πηγαίνοντας στην Αντίσταση είχε πεθάνει η μάνα του, θα είχε το δικαίωμα να ισχυριστεί ότι δεν έφερε την ευθύνη αυτός, αλλά ότι υπεύθυνη ήταν η αρχή βάσει της οποίας ενήργησε έτσι.
Αυτό, κατά το Σαρτρ, συμβαίνει με όλους μας, όταν, μπροστά στα ηθικά διλήμματα που αντιμετωπίζουμε, επικαλούμαστε κάθε φορά κάποια αρχή, για να δικαιολογήσουμε τις αποφάσεις που παίρνουμε. Καταφεύγουμε στην κακή πίστη, προβάλλουμε ένα άλλοθι, δημιουργούμε ψευδαισθήσεις, για να ξεφύγουμε από τον τρόμο που η απόλυτη ελευθερία μάς προκαλεί.
Έτσι βέβαια, παρατηρεί ο Σαρτρ, μεταθέτοντας την ευθύνη των επιλογών μας από τον εαυτό μας κάπου αλλού, σε κάποια από τις καθιερωμένες αρχές, κάνουμε μεν τις επιλογές μας πιο ανώδυνες, αλλά συγχρόνως αλλοτριωνόμαστε από την ίδια την ύπαρξή μας.