Στο σημερινό κόσμο, ο άνθρωπος, αντιμετωπίζει διλλήματα σε ένα κλίμα ανισορροπίας. Μια από τις πιο βασικές εκφράσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας, ο έρωτας, εκφράζεται με μια μεγάλη κλίμακα αντιδράσεων, συχνά αντιτιθέμενων μεταξύ τους. Πως μπορεί η φιλοσοφία να μας βοηθήσει ;
Κατά τον Πλάτωνα, στον διχασμένο κόσμο ο άνθρωπος προσπαθεί να ισορροπήσει. Έλκεται από τον κόσμο των αισθήσεων που είναι ευμετάβλητος, παρορμητικός, ατελής. Υπάρχει όμως και κάτι το σταθερό και αιώνιο, ένα αντίθετο στοιχείο, που συγγενεύει με τον κόσμο των Ιδεών. Ο άνθρωπος λοιπόν παλινδρομεί ανάμεσα στους δύο κόσμους.
Στον Φαίδωνα, που είναι αφιερωμένος στις τελευταίες στιγμές του Σωκράτη, ο Πλάτων δείχνει να υιοθετεί το πυθαγόρειο και ορφικό δόγμα της μετεμψύχωσης. Ο βιολογικός άνθρωπος αποτελεί την έκφραση ενός θνητού και άρα φθαρτού, σώματος και μιας αθάνατης ψυχής, βιώνει δηλαδή τον ίδιο διχασμό με τον κόσμο. Το σώμα του υπόκειται σε διαρκείς μεταβολές, ενώ η ψυχή του, που είναι ασώματη και αιώνια, είναι από τη φύση συγγενής με τις Ιδέες. Ο Σωκράτης παρουσιάζεται απόλυτα ήρεμος και εξοικειωμένος με την προοπτική του θανάτου του, γιατί για τον φιλόσοφο ο θάνατος δεν είναι συμφορά αλλά απελευθέρωση της ψυχής από τη φυλακή του σώματος. Η φιλοσοφία, κατά αυτή την έννοια λοιπόν, είναι «μελέτη θανάτου» (Φαίδων).
Όταν λέει μελέτη θανάτου, εννοεί τη σχέση του καθένα μας με το δικό του θάνατο. Φιλοσοφία είναι μελέτη θανάτου κατά την έννοια ότι στοχάζομαι απάνω στο δικό μου θάνατο. Απάνω στο γεγονός ότι μια μέρα θα πεθάνω. Γιατί; Στη συνέχεια θα μας πει ο Πλάτων ότι, ακριβώς μετά τον ορισμό που δίνει, λέει: Όσοι φιλοσοφούν σωστά δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να μελετούν πώς θα πεθάνουν.«Και το τεθνάναι αυτοίς ήκιστα φοβερόν.» Αυτό μας ενδιαφέρει. Όταν θα ‘ρθει η ώρα να πεθάνουν, λέει, δε φοβούνται το θάνατο, γιατί ήταν σωστή η πορεία τους και η σχέση τους, η πορεία τους σε όλη τους τη ζωή και η σχέση τους με το φαινόμενο του θανάτου.". Με την αποδέσμευσή της από το σώμα, η ψυχή απαλλάσσεται από το βάρος του σώματος και πλέον εισέρχεται απερίσπαστη στο κόσμο των Ιδεών.
Η ανθρώπινη ψυχή έχει λοιπόν τη δυνατότητα να έρθει σε άμεση επαφή με τις Ιδέες που η γνώση τους είναι ευκολότερη όταν η ψυχή είναι απαλλαγμένη από το σώμα, μπορεί όμως να επιτευχθεί και κατά τη διάρκεια της επίγειας διαδρομής της, αν η ψυχή καταφέρει να επιβάλει τους νόμους της στο σώμα και να αποφύγει τους περισπασμούς του. Τότε η ψυχή παραμερίζει τα δεδομένα των αισθήσεων και, χρησιμοποιώντας μόνο τη νόηση, διατυπώνει έγκυρες κρίσεις για τα υπάρχοντα πράγματα. Αυτή η έγκυρη γνώση που στηρίζεται στις Ιδέες είναι, κατά τον Πλάτωνα, μια μορφή «ανάμνησης». Η ενσαρκωμένη ψυχή ξαναφέρνει στη μνήμη της την άμεση θέαση - βίωση των Ιδεών, που βίωσε όταν ήταν απαλλαγμένη από το σώμα. Η μοναδική αυτή εμπειρία έχει χαραχθεί ανεξίτηλα στην ψυχή, συσκοτίστηκε όμως, και κατά κάποιο τρόπο «ξεχάστηκε», όταν η ψυχή επανενώθηκε με ένα θνητό σώμα. Η φιλοσοφική μύηση είναι επομένως μια διαδικασία βαθμιαίας ανάμνησης των λησμονημένων γνώσεων της ψυχής.
Είναι όμως δυνατόν ένας φιλόσοφος, ο Πλάτων, να πιστεύει ότι η αληθινή γνώση είναι ανάμνηση; Ή έχουμε εφαρμογή της τακτικής του Πλάτωνα να προσφεύγει στην αλληγορία του μύθου ; Πάντως σε κάθε περίπτωση αυτό που λέει ο Πλάτων είναι ότι το ανθρώπινο είδος έχει έμφυτη τη δυνατότητα διανοητικής γνώσης. Εφόσον η γνώση δεν προέρχεται από τις αισθήσεις, πρέπει να προέρχεται από κάπου αλλού. Επομένως, ο άνθρωπος πρέπει να διαθέτει εξαρχής, έστω εν υπνώσει, την ικανότητα να διατυπώνει σωστές κρίσεις. Η πλατωνική ανάμνηση αντιστοιχεί σε αυτό που, πολύ αργότερα, οι φιλόσοφοι της Δύσης θα ονομάσουν a priori γνώση.
Στην Πολιτεία ο Πλάτων θα προχωρήσει σε μια νέα διάκριση. Πιο σημαντική από την αντίθεση σώματος και ψυχής είναι η αντίθεση ανάμεσα στα μέρη της ίδιας της ανθρώπινης ψυχής. Η ψυχή είναι μια πολύπλοκη ενότητα, που διαθέτει διαφορετικά μέρη και διαφορετικές παρορμήσεις. Ο Πλάτων συνειδητοποιεί ότι, ενώ όλοι οι άνθρωποι διαθέτουν ψυχή, έχουν δηλαδή συναισθήματα, και στοιχειώδη τουλάχιστον δυνατότητα κρίσης, ελάχιστοι είναι αυτοί που θα μπορέσουν τελικά να αφιερωθούν στον δρόμο της νόησης. Άρα ο αγώνας δεν διεξάγεται ουσιαστικά ανάμεσα στην ψυχή και στο σώμα, αλλά ανάμεσα σε αντίθετες δυνάμεις της ίδιας της ψυχής.
Η ψυχή λοιπόν διαιρείται σε τρία μέρη. Το πρώτο και κατώτερο ονομάζεται «επιθυμητικό» και είναι η έδρα των ηδονών και των πάσης φύσεως επιθυμιών. Το δεύτερο ονομάζεται «θυμοειδές» και είναι έδρα του πάθους. Και το τρίτο είναι το αθάνατο μέρος της ψυχής μας, το «λογιστικό», που στεγάζει το λογικό και την ορθή κρίση.
Τα τρία μέρη της ψυχής βρίσκονται σε διαρκή διαμάχη, με κυρίαρχη την αντίθεση φρόνησης και ηδονής, «λογιστικού» και «επιθυμητικού». Η σωστή ζωή και η κατάκτηση της ευδαιμονίας εξαρτάται από την εναρμόνιση των μερών της ψυχής, που επιτυγχάνεται με την ηγεμονία του λογιστικού στα κατώτερα μέρη της ψυχής. Τότε ο άνθρωπος είναι σε θέση να ελέγχει τις επιθυμίες του, με εγκράτεια και σωφροσύνη, να μετασχηματίζει το πάθος του σε ανδρεία και να κατευθύνει τον λογισμό του στη γνώση και στη σοφία. Τρεις βασικές αρετές, η σωφροσύνη, η ανδρεία και η σοφία, αντιστοιχούν στα τρία μέρη της ψυχής, και χαρακτηρίζουν τον ενάρετο βίο. Σε αυτές πρέπει να προστεθεί και μια τέταρτη, η δικαιοσύνη, που αντιστοιχεί στην ισορροπία του συνόλου. Δίκαιος άνθρωπος είναι αυτός που έχει καταφέρει να εναρμονίσει τα τρία μέρη της ψυχής του, όπως δίκαιη πολιτεία είναι αυτή που έχει βρει την ισορροπία ανάμεσα στις βασικές ομάδες των πολιτών της.
Ο δίκαιος άνθρωπος έχει επιβληθεί στις επιθυμίες του, έχει κατευνάσει συνειδητά τα πάθη του και με αυτό τον τρόπο, έχει ανοίξει τον δρόμο για την επικοινωνία του αθάνατου μέρους της ψυχής του με τις Ιδέες. Στη δύσκολη αυτή διαδρομή θα αναζητήσει, όπως είδαμε, τη βοήθεια ενός δασκάλου, μιας σχολής φιλοσοφίας, μιας οργανωμένης πολιτείας. Θα αντλήσει όμως δύναμη και από μια κατάσταση που η ίδια βιώνει. Πρόκειται για τον έρωτα, την πιο ισχυρή και πιο πολύπλοκη από όλες τις ανθρώπινες επιθυμίες. Η ερωτική έλξη ξεκινά ως άλογο πάθος, έχει όμως τη δυνατότητα να μετασχηματιστεί σε ένα είδος θεϊκής μανίας, που ωθεί τον άνθρωπο προς την ένωση με τις Ιδέες. Για τον Πλάτωνα ο έρωτας έχει κάτι το φιλοσοφικό, γιατί όπως ο φιλόσοφος βρίσκεται ανάμεσα στη σοφία και στην άγνοια έτσι και ο έρωτας, που είναι εξ ορισμού ανικανοποίητος, είναι ένας δαίμων που παλινδρομεί ανάμεσα στην έλλειψη και στην πλήρωση, στην ασχήμια και στην ωραιότητα, στη θνητότητα και στην αθανασία.
«Η σοφία ανήκει στα ωραιότερα πράγματα, ο Έρωτας είναι έρωτας προς το ωραίο, άρα κατ ανάγκην ο Έρωτας είναι φιλόσοφος. Και ως φιλόσοφος που είναι, βρίσκεται ανάμεσα στη σοφία και την αμάθεια» (Πλάτων, Συμπόσιο)
Στο Συμπόσιο, τον ωραιότερό του ίσως διάλογο, ο Πλάτων σκιαγραφεί μια κλίμακα ερωτικής ανάβασης που διαδοχικά καλύπτει την έλξη προς τα ωραία σώματα, την έλξη προς τις ωραίες ψυχές, την έλξη προς τις ωραίες δημιουργίες και μαθήσεις, για να καταλήξει στην αποκάλυψη ότι το πραγματικό κίνητρο του έρωτα είναι η ταύτισή του με το ιδεατό Ωραίο, με την Ιδέα του ωραιότητας.
Όποιος λοιπόν μαθητεύσει, διαπαιδαγωγηθεί σωστά στην ερωτική τέχνη και μάθει να βλέπει σωστά τη μία μετά την άλλη τις διάφορες μορφές του ωραίου, όταν φτάσει στο τέρμα της ερωτικής μυσταγωγίας, θα αντικρίσει ξαφνικά ένα κάλλος αξιοθαύμαστο - εκείνο ακριβώς το κάλλος χάριν του οποίου καταβλήθηκαν όλες οι προηγούμενες προσπάθειες. […] Αυτό το Ωραίο είναι κάτι αυθύπαρκτο, ενιαίο στη μορφή, αιώνιο· όλα τα άλλα ωραία πράγματα μετέχουν σε αυτό με τέτοιο τρόπο, ώστε ενώ εκείνα γεννιούνται και πεθαίνουν, αυτό ούτε αυξάνεται ούτε μειώνεται ούτε υφίσταται την παραμικρή αλλαγή. (Πλάτων, Συμπόσιο)
Η προνομιακή σχέση του έρωτα προς το Ωραίο, που εκδηλώνεται με την έλξη του προς κάθε ωραία αισθητή μορφή, πράξη ή πραγμάτωση, ανοίγει μια επίγεια προοπτική προς τις Ιδέες. Ο Πλάτων παραδέχεται ότι στον κόσμο που ζούμε «είναι δυσθεώρητες η δικαιοσύνη και η σωφροσύνη και όσα άλλα είναι πολύτιμα για τις ψυχές». Από τις πλατωνικές Ιδέες, «μόνο το κάλλος είχε τη μοίρα να είναι κάτι κατάφωτο και αξιαγάπητο» (Φαίδρος), και σε αυτό μπορεί να μας οδηγήσει η θεϊκή μανία του έρωτα.